- ψυχροβαφής
- ης, ες закалённый (о металле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχροβαφῆς — ψυχροβαφής dipped in cold water masc/fem acc pl (attic epic doric) ψυχροβαφής dipped in cold water masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχροβαφής — dipped in cold water masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχροβαφής — ές, ΝΑ νεοελλ. (για μέταλλο) αυτός που υφίσταται βαφή με εμβάπτιση σε κρύο νερό αρχ. 1. βουτηγμένος σε κρύο νερό 2. (για χρώμα) αυτός που βάφει με ψυχρή βαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + βαφής (< βάφω) πρβλ. θερμο βαφής] … Dictionary of Greek
ψυχροβαφῆ — ψυχροβαφής dipped in cold water neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψυχροβαφής dipped in cold water masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ψυχροβαφής dipped in cold water masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχροβαφές — ψυχροβαφής dipped in cold water masc/fem voc sg ψυχροβαφής dipped in cold water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PURPURA — proprie concha, cuius liquore olim vestes tingebantur. Cn. Mattius in Mimiambis, apud A. Gellium, l. 20. c. 9. Iam tonsiles tapetes ebrii fucô, Quos concha purpura imbuens venenavit. Dico, olim; quia Veterum Purpura nobis periit ut infra… … Hofmann J. Lexicon universale